-
1 ἐπι-κτείνω
ἐπι-κτείνω (s. κτείνω), noch dazu, zum zweiten Male tödten, τίς ἀλκὴ τὸν ϑανόντ' ἐπικτανεῖν Soph. Ant. 1017; τοὺς κειμένους νεκροὺς ἤδη καὶ τοὺς ἐπικτεινομένους Plut. Caes. 46, u. die noch dazu getödtet werden.
1 ἐπι-κτείνω
ἐπι-κτείνω (s. κτείνω), noch dazu, zum zweiten Male tödten, τίς ἀλκὴ τὸν ϑανόντ' ἐπικτανεῖν Soph. Ant. 1017; τοὺς κειμένους νεκροὺς ἤδη καὶ τοὺς ἐπικτεινομένους Plut. Caes. 46, u. die noch dazu getödtet werden.